«Πάτησε κάτω και έσβησε την μηχανή και όταν έβγαλε απροσδόκητα το κράνος του και τίναξε τα μακριά, μέχρι τους ώμους ξανθά μαλλιά του ένιωσα να υπνωτίζομαι. Νιώθω ένα ρίγος να γαργαλάει την σπονδυλική μου στήλη. Η έντονη επιθυμία μου να αφήσω το βλέμμα μου να κοιτάξει προς τα πάνω είναι τόσο δυνατή που δεν μπορώ να αντισταθώ, έτσι χωρίς κανέναν δισταγμό κοιτάζω. Όταν το βλέμμα μου συναντάει το δικό του, νιώθω ένα ρεύμα ,σαν ηλεκτρισμός, να διαπερνάει ολόκληρο το σώμα μου. Ξεχνάω να αναπνεύσω, μέχρι που οι πνεύμονες μου διαμαρτύρονται και φωνάζουν ότι πρέπει να εισπνεύσω αέρα». Το συγκεκριμένο διήγημα δημοσιεύεται σε συνεργασία με τη Σουηδή σκηνοθέτιδα Έρικα Λάστ. Ο στόχος της είναι να απεικονίσει την ανθρώπινη φύση και ποικιλομορφία μέσα από ιστορίες πάθους, οικειότητας, λαχτάρας και αγάπης, μία μίξη δυνατών και αισθησιακών διηγημάτων.